Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Σ' 'ενα ορεινό χωριό μια μέρα του Σεπτέμβρη


«Βαθειά στις ρίζες τους, όλα τα φυτά κρατάνε το φως…»

 Γ. Σεφέρης



Οι μεταβατικές εποχές του χρόνου έχουν τη δική τους γοητεία.

Μόνο που καθώς φαίνεται μετρούν απώλειες στις μέρες μας , με συνέπεια τις πολύ θερμές μέρες που ζούμε  κάθε Σεπτέμβρη.

Η ανάγκη διαφυγής από την πόλη   εκείνες  τις μέρες , σε συνδυασμό  με μια ενστικτώδη νοσταλγία,  με οδήγησαν στα ορεινά του νομού Χανίων.

Κόντευε μεσημέρι όταν έφτασα σ’ ένα μικρό χωριό  , όπου ζει ένας υπερήλικας συγγενής μου.

Είχα ένα χρόνο να πάω να τον δω και ήμουν έτοιμος να δεχτώ τα παράπονά του και να απολογηθώ.

Δεν κυκλοφορούσαν άνθρωποι στους δρόμους , αλλά αυτό δεν ήταν παράξενο με τέτοιο λιοπύρι.

Λίγο νερό έτρεχε ακόμη από μια βρύση,  κι έπεφτε μέσα στη μικρή στέρνα αναταράσσοντας μαλακά , τα ήρεμα νερά της.

Ένωσα τις φούχτες των χεριών μου και ήπια αυτό το κρύο ανακουφιστικό νερό, με τη μεταλλική γεύση, που ερχόταν από τις δεξαμενές των βουνών για να παρηγορήσει τους διψασμένους, κι ύστερα να συνεχίσει ως τις ρίζες των ελαιόδεντρων λίγο πιο κάτω.

Μετά από μικρή πεζοπορία , έφτασα μπροστά σ’ ένα γνώριμο μεταλλικό πορτάκι βαμμένο με σκούρο πράσινο χρώμα.

Έσπρωξα λίγο , και πέρασα στην πλακόστρωτη αυλή που ήταν καταστόλιστη,  ως συνήθως,   με γλάστρες γεμάτες βασιλικούς και γεράνια.

Τότε είδα το γέροντα.

Κοιμόταν ήρεμα , ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα στον ίσκιο της κληματαριάς.

Μια καράφα με λίγο νερό  ήταν στο τραπέζι που βρισκόταν δίπλα του.

Πλησίασα αθόρυβα , προσέχοντας να μην ταράξω τη γαλήνη του.

Κοιμόταν με το κεφάλι γερμένο ελαφρά στον ώμο.

Κάπου κάπου σάλευε τα χείλια και τα φρύδια του.

Ποιες εικόνες άραγε να ενοικούσαν στα όνειρά του;

Μπορεί ανάμεσα σ’ αυτές να ήταν και του παππού μου , του εξαδέλφου του , να μαζεύουν τις ελιές ή να νεροβροχιάζουν τα κάστανα.

Το πρόσωπό του, σκαμμένο με άπειρες ρυτίδες, και με μια πυκνή λευκή γενειάδα, έδειχνε υγιέστατο.

Το σώμα του ήταν λεπτό, με μεγάλα χέρια, που τα χοντρά τους δάχτυλα μαρτυρούσαν τον αγρότη.

Κάποια στιγμή  άνοιξε τα μάτια.

Με κοίταξε σαν να προσπαθούσε να κατατάξει την εικόνα μου ανάμεσα στις αναμνήσεις του.

« Ο Νίκος είσαι, ο γιος τσι  Ελένης».

«Όχι δεν είμαι ο Νίκος».

«Δεν σ’ ακούω γιε μου ήντα ‘πες;»

«Όχι θείο δεν είμαι ο Νίκος», επανέλαβα , ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου.

« Ε , τότε θα είσαι ο Ευτύχης κι ήρθες  από την Αμερική. Είσαι πολλή ώρα;»

« Θυμάσαι τον ξάδερφό σου που έπαιζε λαούτο; Ο εγγονός του είμαι.»

Εκείνη τη στιγμή το βλέμμα το γέροντα έγινε ακόμη πιο διαπεραστικό.

Ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα, ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του και με περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω.

Άραγε θα μου ζητούσε κάνα χαρτί ή να του ανοίξω το στήθος μου και να του δείξω την καρδιά μου;

«Μαρία» φώναξε.

Στην πόρτα του σπιτιού πρόβαλε ντυμένη στα κατάμαυρα μια γερόντισσα.

«Καλώς τον» , πρόλαβε να πει καλοσυνάτα αλλά ο γέροντας ξερόβηξε , κι ύστερα σαν σύγχρονος Αλκαίος , είπε το πιο ωραίο ποίημα, το πιο ωραίο τραγούδι που άκουσα αυτό το καλοκαίρι.

«Γυναίκα φέρε κρασί, γιατί μας ήρθε ένας καλός συγγενής και φίλος».

Με πλησίασε  με τα χέρια του  διάπλατα.

Λίγες ώρες αργότερα , το απογευματάκι , ανοίγοντας το πράσινο πορτάκι για να βγω έξω στο δρόμο της επιστροφής , ήθελα  να προσκυνήσω  κάθε δέντρο, κάθε σταγόνα λάδι, κάθε γουλιά κρασί, κάθε σβησμένο χνάρι, κάθε τραγουδισμένη μαντινάδα, κάθε ηλιοβασίλεμα, κάθε μαντάτο που ήρθε από μακριά, κάθε γράμμα που σταμάτησε να’ ρχεται γιατί έτσι είναι η άτιμη η ζωή, κάθε σιωπή που παρατάθηκε ώσπου να παγιωθεί η απόλυτη αποξένωση.

Ένοιωθα  σαν να  έκλεινα ένα κύκλο  και βρισκόμουνα  πάλι στην αρχή.

«Αυτές είναι οι ρίζες μας οι ζωντανές αξίες μας» , έλεγα με το νου μου οδηγώντας το αυτοκίνητο στον πολύστροφο δρόμο για τα Χανιά.

Ευτυχώς που ακόμη δεν έχουν  ξεριζωθεί εντελώς.

Μπορεί να είχε δίκιο η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου όταν έγραφε ότι, «οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά και όχι να επιστρέφουμε σ' αυτές».

Όμως χορταίνει η καρδιά σου  με μια γουλιά κρασί,  στην αυλή των  αναμνήσεων.



ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΡΑΚΑΚΗΣ

καθηγητής -  φυσικός

Και ΕΔΩ

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Ένα αυγουστιάτικο πρωινό στο λιμάνι των Χανίων.




Η θάλασσα δεν είχε ακόμα ησυχάσει από το μελτέμι της προηγούμενης μέρας.
Κυλούσε τα νερά της,  σχηματίζοντας μικρά αργοκίνητα κύματα που έσκαγαν με χάρη στη βάση του φάρου και στα γύρω βράχια.
Κρυμμένος μες στο θαμπό πρωινό φως , ο αόρατος ήλιος , ξεχώριζε αμυδρά μονάχα από το διάχυτο και έντονο κόκκινο χρώμα που υπήρχε στη θέση του.
Από το μέρος εκείνο,  έρχονταν πυκνές οι δέσμες των ακτίνων του,  που έμοιαζαν με ξιφολόγχες στημένες σαν πυραμίδες.
Χρώματα που όσο περνούσε η ώρα γίνονταν όλο και πιο λαμπερά.
 Σαν να ξεπήδαγαν από  ετσεμμένους Βαβυλώνιους βασιλιάδες και βασίλισσες, κυριαρχούσαν παντού.
Η θάλασσα ήταν σαν   χοάνη γεμάτη με λιωμένο χρυσάφι , που κοχλάζοντας ελαφριά τιναζόταν  εκεί που έσκαγε το κύμα σκορπώντας φως και θερμότητα.
Πριν από οκτώ μόλις  λεπτά,  ορμητικά τα κύματα του λευκού φωτός ,  όλα  τα χρώματα της ίριδας  ξεκίνησαν μαζί από την επιφάνεια του ήλιου.
Κάλυψαν την απόσταση που μας χωρίζει με ταχύτητα τριακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο , τόση δηλαδή που ούτε η φαντασία μας μπορεί να διανοηθεί, ούτε καμιά άλλη υλική οντότητα μπορεί να πιάσει.
Το απαγορεύει ο μέγας  Άλπερτ Αϊνστάιν στην θεωρία της σχετικότητας.





Έφτασαν λοιπόν στην ατμόσφαιρα της Γης , την ώρα που η Ελλάδα και τα Χανιά άρχισαν να φαίνονται από τη θέση του ήλιου.
Δηλαδή το πρωί.
Για να έρθουν όμως μέχρι εμάς, υποχρεώθηκαν  να διασχίσουν ένα  παχύ στρώμα της ατμόσφαιρας ταξιδεύοντας  σχεδόν παράλληλα με το έδαφος.
Κατά την περιπετειώδη  διαδρομή τους , πολλά  έπεσαν πάνω στα μόρια του οξυγόνου και του αζώτου , κι άρχισαν να παίζουν μαζί  το αιώνιο κι αγαπημένο τους παιχνίδι.
Της απορρόφησης  , της ανάλυσης του λευκού φωτός και του διασκορπισμού όλων των χρωμάτων που προκύπτουν  σε τυχαίες διευθύνσεις.
Σκέδαση λέγεται το φαινόμενο  στη γλώσσα της φυσικής,  και εξαρτάται έντονα από το μήκος κύματος.


Η συνέχεια εδω